- σύρισμα
- σύρ-ισμα [ῡ], ατος, τό, and [suff] συρ-ισμός, ὁ, later forms of σύριγμα, -μός; the former in Hsch.A s.v. ἄσθμα, the latter in LXX Jd.5.16, al., Luc. Anach.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύρισμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύρισμα — το, ΝΑ βλ. σύριγμα … Dictionary of Greek
συρισμάτων — σύρισμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσμασι — σύρισμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσματα — σύρισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσματι — σύρισμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίσματος — σύρισμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύριγμα — και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν [συρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρίζω, ο ήχος τής σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ ἔχει συρίγματα», Ευρ.) 2. συριστικός ήχος … Dictionary of Greek